Φωτογραφία του Νίκου Γόδα
Τίτλος
Περιγραφή
Ο Νίκος Γόδας γεννήθηκε το 1921 και μεγάλωσε στην Κοκκινιά, όπου για πρώτη φορά έπαιξε ποδόσφαιρο ξεχωρίζοντας αμέσως για το ταλέντο του. Η αγάπη για τον Ολυμπιακό διατηρούσε άσβεστη την επιθυμία του να φορέσει τη φανέλα της αγαπημένης του ομάδας. Μέσα στην Κατοχή η επιθυμία γίνεται πραγματικότητα και συμμετέχει στους αγώνες που διοργανώθηκαν εκείνη την περίοδο, ως μεσοεπιθετικός των Πειραιωτών από τα τέλη του '42.
Στη σύντομη ζωή του κατάφερε να διαπρέψει στα γήπεδα με τη φανέλα του Ολυμπιακού.
Παρά τη σπουδαία καριέρα του στα γήπεδα ως ποδοσφαιριστής, ο Νίκος Γόδας, δεμένος με τα ιδανικά του σοσιαλισμού και την πάλη του λαού για ένα καλύτερο μέλλον, δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχος στα όσα απαιτούσαν οι συνθήκες της εποχής. Με το ίδιο πάθος που διέπρεπε στα γήπεδα, εντάχθηκε στην ΕΑΜική Αντίσταση, πολεμώντας μέσα από τις γραμμές του ΕΛΑΣ και μάλιστα φέροντας τον βαθμό του λοχαγού στον επίλεκτο 5ο Λόχο Κοκκινιάς. Ανάμεσα στις μάχες όπου συμμετείχε ξεχωρίζει η ηγετική παρουσία του στη Μάχη της Ηλεκτρικής στον Πειραιά ενάντια στις ναζιστικές δυνάμεις, αλλά και λίγο αργότερα, τον Δεκέμβρη του '44, στη μάχη εναντίον των Άγγλων στο Νεκροταφείο της Ανάστασης στον Πειραιά.
Στις αρχές του '45, αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ο Γόδας, άρρωστος από πνευμονία, επιστρέφει στην Αθήνα για πρώτη φορά μετά τον Δεκέμβρη. Τον προδίδουν, συλλαμβάνεται και αρχίζει η πορεία του στους τόπους εξορίας. Αρχικά στις φυλακές Αβέρωφ, μετά στην Αίγινα, όπου βρίσκει την ευκαιρία να ξαναπαίξει το αγαπημένο του ποδόσφαιρο, συμμετέχοντας στην ομάδα κρατουμένων. Κατόπιν στις φυλακές της Κέρκυρας και για αρκετό καιρό στην απομόνωση.
Ο Νίκος Γόδας παρέμεινε για 3,5 χρόνια στην εξορία, παρά τις πολλές εκκλήσεις για αποφυλάκισή του. Μάλιστα, όταν κάποιοι απευθύνθηκαν στους τότε ιδιοκτήτες του Ολυμπιακού με σκοπό να ενεργήσουν για την απελευθέρωση του Νίκου Γόδα, η απάντησή τους ήταν: «Όπως έστρωσε, να κοιμηθεί». Ο ίδιος φέρεται να είχε αρνηθεί τις όποιες μεσολαβήσεις για αποφυλάκιση. Οι φυλακές στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας, όπου είχε μεταφερθεί από την Αίγινα, έμελλε να είναι και ο τελευταίος του τόπος, όταν ήρθε η απόφαση για την εκτέλεσή του με ημερομηνία 19η Νοέμβρη 1948.
Ως τελευταία επιθυμία ζητάει την ώρα που θα τον εκτελέσουν να φοράει τη φανέλα της αγαπημένης του ομάδας, αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά πόσο αυθεντικά λαϊκός χαρακτήρας ήταν. Σύμφωνα με μαρτυρίες των συγκρατουμένων του, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα θα φωνάξει δυνατά τα τελευταία του λόγια: «Νενικήκαμεν. Ζήτω οι Ολυμπιονίκες του σοσιαλισμού. Γεια σας, συναθλητές μου».
Λίγο πριν από την εκτέλεσή του, σε ένα από τα γράμματά του ο Νίκος Γόδας, αρνούμενος για μια ακόμα φορά να υπογράψει δήλωση μετανοίας, έγραφε στην οικογένειά του: «Θέλω να ζήσετε καλά. Πεθαίνω για την πατρίδα και τα ιδανικά μου».


