Εφημερίδες από το αρχείο του Δημήτρη Μελιτσιώτη την περίοδο της κράτησής του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Νταχάου ( Dachau) και του Άουγκσμπουργκ (Augsburg)
Τίτλος
Περιγραφή
Ο Δημήτρης Μελιτσιώτης, γεννήθηκε στο Πεταλίδι Μεσσηνίας το 1909. Σε ηλικία 9 χρόνων έμεινε ορφανός από πατέρα. Αναγκάστηκε να σταματήσει από το σχολείο και να εργαστεί ως υπηρετικό προσωπικό σε πλούσια οικογένεια της Καλαμάτας για να προμηθεύει φαγητό στην οικογένεια. Έμαθε τη τέχνη του τσαγκάρη και διατηρούσε τσαγκαράδικο στην οδό Ανδανείας η οποία αργότερα ονομάστηκε σε Μπουλούκου.
Έλαβε μέρος στις εργατικές κινητοποιήσεις-απεργίες στο λιμάνι της Καλαμάτας το 1933-1934. Από το τσαγκαράδικο διακινούσε τον Ριζοσπάστη τον οποίο ονόμαζε συνθηματικά “μοναχογιό”, έτσι τον ζητούσαν όσοι πήγαιναν στο τσαγκαράδικο. Κατά τη διάρκεια της ιταλικής και γερμανικής εισβολής πολέμησε στο βουνά της Αλβανίας. Το 1943, μετά από μάχη του ΕΛΑΣ στην Καλαμάτα συνελήφθη σε μπλόκο από τους Γερμανούς και με ενδιάμεσους σταθμούς τα στρατόπεδα Γουδί και Χαϊδαρίου, μεταφέρθηκε στο Νταχάου με αριθμό πολιτικού αιχμαλώτου 60436.
Αργότερα μετά την απελευθέρωση, εκλέχτηκε από τους συγκρατούμενους μέλος της επιτροπής πολιτικών κρατουμένων του Νταχάου. Στις διηγήσεις του για τη ζωή στο στρατόπεδο ανέφερε πάντοτε τη βοήθεια που προσέφερε ο σύντροφος Ζαχαριάδης στους αιχμαλώτους δίνοντας οδηγίες για την επιβίωση. Απέφευγε δε να μιλάει για τη ζωή στο στρατόπεδο και περιέγραφε κυρίως τα γεγονότα μετά την απελευθέρωση, ιδιαιτέρως το ταξίδι επιστροφής στην Ελλάδα με τρένο μέσω Ιταλίας. Περιέγραφε τις τραγικές στιγμές που συνέβησαν στο σταθμό του τρένου στην Καλαμάτα όταν συγγενείς των ομήρων ζητούσαν πληροφορίες για τους δικούς τους. Στο σημείο αυτό, έχασε ότι είχε φέρει από το στρατόπεδο και τη Γερμανία, με εξαίρεση τις εφημερίδες που εξέδιδαν οι όμηροι μετά την απελευθέρωση. Επιστρέφοντας στην Καλαμάτα έμαθε για το χαμό του αδερφού του Γιώργη, αντάρτη του ΕΛΑΣ, σε ενέδρα των ταγματασφαλιτών στο χωριό τους Πεταλίδι, το άψυχο κορμί του οποίου κατακρεουργήθηκε.
Ο Δημήτρης Μελιτσιώτης με την πάροδο των ετών εκλέχθηκε πρόεδρος των ομήρων Μεσσηνίας. Το 1963 έφυγε με την οικογένειά του από την Καλαμάτα για την Αθήνα και συνέχισε να εργάζεται σε τσαγκαράδικα εργοστάσια μέχρι τη σύνταξή του. Έφυγε από τη ζωή το 2004 στη Σαλαμίνα όπου έζησε τα τελευταία του χρόνια.